- ξυλαμητής
- ξῠλᾰμ-ητής, οῦ, ὁ,A sower, PMich.Zen.32.25 (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλαμητής — ξυλαμητής, ὁ (Α) [ξυλαμώ] αυτός που σπέρνει, που φυτεύει, ο σπορέας, ο φυτευτής … Dictionary of Greek
ξυλαμιστής — ξυλαμιστής, ὁ (Α) ο ξυλαμητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ξυλαμητής, κατά τα ρηματ. ουσιαστικά σε ιστής] … Dictionary of Greek